υπόβλητος

υπόβλητος
-η, -ο / ὑπόβλητος, -ον, ΝΑ, και ὑποβλητός, -όν, Α [υποβάλλω]
μη γνήσιος, πλαστός, ψεύτικος
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με την έμπνευση ή την εισήγηση άλλου, ο οποίος ενεργεί ως υποβολέας, υποβολιμαίος («υπόβλητη μαρτυρία»)
αρχ.
1. αυτός που τοποθετείται στη θέση άλλου
2. νόθος («ἀλλοτρίων τέκνων υπόβλητα γένεθλα», Μαν.)
επίρρ...
ὑποβλήτως Α
όχι γνήσια, πλαστά, ψεύτικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόβλητος — put in another s place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήτως — ὑπόβλητος put in another s place adverbial ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόβλητον — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc sg ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc sg ὑποβάλλω throw aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήτοις — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήτους — ὑπόβλητος put in another s place masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόβλητα — ὑπόβλητος put in another s place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβλητικός — ή, ό, Ν αυτός που ασκεί υποβολή, που εμπνέει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, ιδίως υψηλό (α. «υποβλητική μουσική» β. «υποβλητική ατμόσφαιρα»). επίρρ... υποβλητικώς και υποβλητικά Ν με υποβλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβλητός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”